πιτυροειδής

πιτυροειδής
-ές, ΝΜΑ
ο όμοιος με πίτυρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πίτυρον + -ειδής*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • πιτυροειδεῖς — πιτυροειδής bran like masc/fem acc pl πιτυροειδής bran like masc/fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πιτυροειδῶν — πιτυροειδής bran like masc/fem/neut gen pl (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πιτυρώδης — ῶδες, Α [πίτυρον] 1. ο ὁμοιος με πίτυρα, πιτυροειδής 2. αυτός που περιέχει πίτυρα, πιτυρούχος 3. (για τα ούρα) αυτός που έχει τη μορφή πιτύρου («κρημνώδεες δὲ ἐν τοῑσι οὔρεσιν αἱ ὑποστάσιες... τουτέων δ ἔτι κακίους εἰσὶν αἱ πιτυρώδεες», Ιπποκρ.)… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”